Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βάζω θεμέλια

  • 1 заложить

    заложить Ι): \заложить памятник βάζω τα θεμέλια του ανδριάντα \заложить фундамент βάζω θεμέλια, θεμελιώνω 2) {отдать в за лог) ενεχυριάζω
    * * *
    1)

    заложи́ть па́мятник — βάζω τα θεμέλια του ανδριάντα

    заложи́ть фунда́мент — βάζω θεμέλια, θεμελιώνω

    2) ( отдать в залог) ενεχυριάζω

    Русско-греческий словарь > заложить

  • 2 заложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, εγκαθιστώ, βάζω•

    заложить мину τοποθετώ νάρκη•

    заложить ногу на ногу βάζω το πόδι απανωτό.

    || βάζω•

    куда-то я -ил письмо и никак не могу найти κάπου έβαλα το γράμμα και με κανένα τρόπο δεν μπορώ να το ορώ.

    || εμβάλλω, εμφυτεύω, μπάζω.
    2. εμβάλλω κάτι στο βιβλίο ως ευρετήριο.
    3. βουλώνω, κλείνω•

    заложить дыру βουλώνω την τρύπα•

    заложить уши ватой βουλώνω τ’ αυτιά με βαμπάκι.

    || εμποδίζω, φράζω. || γεμίζω καλύπτω•

    весь стол он -ил книгами όλο το τραπέζι αυτός το γέμισε με βιβλία, ή• μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.

    5. απρόσ. πονώ, αισθάνομαι πόνο (στ’ αυτιά, μύτη, στήθος).
    6. θεμελιώνω, βάζω, ρίχνω τα θεμέλια•

    заложить первый камень βάζω τον θεμέλιο λίθο•

    заложить дом ρίχνω τα θεμέλια του σπιτιού.

    7. ζεύγω, ζεύω•

    заложить лошадей ζεύω τα άλογα.

    8. ενεχυριάζω, βάζω ενέχυρο•

    заложить дом βάζω ενέχυρο το σπίτι.

    εκφρ.
    заложить основу ή фундамент – βάζω τή βάση ή τα θεμέλια (για την παραπέρα ανάπτυξη)•
    заложить складку – κάνω πτυχή στο ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > заложить

  • 3 закладывать

    закладывать
    несов
    1. (помещать, класть) βάζω /χώνω (засовывать):
    \закладывать ру́-ки в карманы βάζω τά χέρια στίς τσέπες·
    2. (заполнять) φράζω/ χτίζω (строительным материалом):
    \закладывать кирпичом окно́ φράζω τό παράθυρο μέ τοδ-βλα·
    3. (загромождать) γεμίζω, φορτώνω:
    \закладывать стол книгами γεμίζω τό τραπέζι μέ βιβλία·
    4. (отдавать в залог) ἐνεχυριάζω·
    5. (начинать постройку) βάζω τά θεμέλια (здание, памятник и т. п.)/ βάζω στά σκαριά (судно)·
    6. (лошадей) ζεύω, ζευγνυω. ζεΰγω· <> \закладывать страницу (в книге) βάζω σημάδι στή σελίδα· \закладывать складку κάνω -юи́р^ κανω πτυχή· \закладывать дверь на засо́в μανταλώνω τήν πόρτα.

    Русско-новогреческий словарь > закладывать

  • 4 подводить

    подводить
    несов
    1. (приводить) φέρ-(ν)ω, ὀδηγῶ, συνοδεύω·
    2. (ставить в неприятное положение) разг βάζω κάποιον σέ δυσάρεστη θέση·
    3. (что-л. подо что-л.) βάζω, θέτω:
    \подводить фундамент прям, перен θεμελιώ, θεμελιώνω, βάζω τά θεμέλια· ◊ \подводить итоги κάνω ἀπολογισμό· у него́ подводит живот от голода τόν τάραξε ἡ πείνα

    Русско-новогреческий словарь > подводить

  • 5 закладывать

    1. (начинать постройку чего-л. 2. (заделы-вать во что-л.) τοποθετώ (σε κάτι) 3. (отдать в залог под ссуду) ενεχυριάζω, βάζω ενέχυρο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закладывать

  • 6 фундамент

    фундамент
    м в разн. знач. τό θεμέ-λιο[ν]:
    заложить \фундамент βάζω τά θεμέλια, θεμελιώνω.

    Русско-новогреческий словарь > фундамент

См. также в других словарях:

  • θεμελιώνω — (AM θεμελιῶ, όω) [θεμέλιο] 1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.) 2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνω («πάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • θεμελιώνω — θεμέλιωσα και θεμελίωσα, θεμελιώθηκα, θεμελιωμένος 1. βάζω θεμέλια: Χτες θεμελίωσαν το νέο δικαστικό μέγαρο. 2. στηρίζω, θέτω τις βάσεις: Η άποψή σου δεν είναι καλά θεμελιωμένη. – Η κυβέρνηση θεμελίωσε το δημοκρατικό πολίτευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • κρηπιδώνω — (Α κρηπιδῶ, όω) [κρηπίς (Ι)] 1. κατασκευάζω κρηπίδα, φτειάχνω θεμέλια («τὸ δὲ χωρίον, ἐν ᾧ ἐσκήνησε, λίθοις τετραπέδοις ἐκρηπίδωσε», Δίων Κάσα) 2. κατασκευάζω προκυμαία αρχ. 1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα 2. παθ. κρηπιδοῡμαι, όομαι α) βάζω τα… …   Dictionary of Greek

  • υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …   Dictionary of Greek

  • θέτω — έθεσα, τέθηκα, τεθειμένος 1. βάζω, τοποθετώ: Δεν έχουν τεθεί τα θεμέλια. – Έθεσε τους φακέλους στο αρχείο. – Τέθηκαν σε άλλο μέρος τα έπιπλα. 2. μτφ., προτείνω, υποβάλλω: Θέτω πρώτος το ζήτημα. – Η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία. 3. αποδέχομαι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»